- ζαμπίτης
- ο ист. замбит (офицер полиции при турках)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαμπίτης — ο (Μ ζαπίτης) (στην τουρκοκρατία) αστυνομικό όργανο, αξιωματικός που αντιστοιχεί προς τον αστυνόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zabit] … Dictionary of Greek